Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωριασμός — ο, Ν χλωρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο, μέσω ενός ρ. *χλωριάζω] … Dictionary of Greek